Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

за больным

  • 1 уход

    I уход Ι м (откуда-л.) η αναχώρηση; η παραίτηση (в отставку перед самым его \уходом λίγο πριν φύγει II уход им (забота) η περιποίηση, η φροντίδα; η περίθαλψη (за больным)
    * * *
    I м
    (откуда-л.) η αναχώρηση; η παραίτηση ( в отставку)

    пе́ред са́мым его́ ухо́дом — λίγο πριν φύγει

    II м
    ( забота) η περιποίηση, η φροντίδα; η περίθαλψη ( за больным)

    Русско-греческий словарь > уход

  • 2 флюс

    I.
    тех. το συλλίπασμα
    το λίπασμα για συγκόλληση
    το τακερόν
    η τηκτική ουσία
    бескислородный (св.) - χωρίς οξυγόνο
    II. (нарыв, вызванный больным зубом и сопровождающийся опухолью щеки) το απόστημα (των ούλων), το πρήξιμο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флюс

  • 3 ходить

    ходить 1) βαδίζω, πηγαίνω; \ходить в театр πηγαίνω στο θέατρο; \ходить пешком πηγαίνω πεζός (или με τα πόδια); \ходить на лыжах κάνω σκι; \ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο; поезда ходят каждые два часа τα τρένα περνούν (или αναχωρούν) κάθε δυο ώρες· часы ходят верно το ρολόι πηγαίνει καλά 2) (в игре ) παίζω 3) (заботиться о ком-л.) φροντίζω; \ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο
    * * *
    1) βαδίζω, πηγαίνω

    ходи́ть в теа́тр — πηγαίνω στο θέατρο

    ходи́ть пешко́м — πηγαίνω πεζός ( или με τα πόδια)

    ходи́ть на лы́жах — κάνω σκι

    ходи́ть в шко́лу — πηγαίνω στο σχολείο

    поезда́ хо́дят ка́ждые два часа́ — τα τρένα περνούν ( или αναχωρούν) κάθε δυο ώρες

    часы́ хо́дят ве́рно — το ρολόι πηγαίνει καλά

    2) ( в игре) παίζω
    3) (заботиться о ком-л.) φροντίζω

    ходи́ть за больны́м — περιποιούμαι τον άρρωστο

    Русско-греческий словарь > ходить

  • 4 внимательный

    внимательн||ый
    прил
    1. προσεκτικός:
    \внимательныйый взгляд τό προσεκτικό βλεμμα·
    2. (предупредительный, заботливый) περιποιητικός:
    \внимательныйый уход (за больным) ἡ περιποίηση τοῦ ἀρρώστου.

    Русско-новогреческий словарь > внимательный

  • 5 наблюдать

    наблюдать
    несов
    1. παρατηρώ, παρακολουθώ·
    2. (следить, надзирать) ἐπιτηρῶ, προσέχω, ἐπιβλέπω, παρακολουθώ:
    \наблюдать за порядком ἐπιβλέπω (или ἐπιτηρῶ) τήν τάξη· \наблюдать за больным προσέχω τόν ἀρρωστο.

    Русско-новогреческий словарь > наблюдать

  • 6 представляться

    представлять||ся
    1. (появляться) παρουσιάζομαι:
    представляется случай παρουσιάζεται εὐκαιρία·
    2. (казаться) φαίνομαι:
    мне представляется, что... μοῦ φαίνεται δτι...· это мне представляется маловероятным μου φαίνεται ἀπίθανο·
    3. (притворяться) разг καμώνομαι, προσποιοῦ-μαι, κάνω:
    \представлятьсяся больным προσποιοῦμαι τόν ἀρρωστο, κάνω τόν ἄρρωστο·
    4. (при знакомстве) συσταίνομαι, συστήνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > представляться

  • 7 прикидываться

    прикидывать||ся
    (кем-л.) разг κάνω, προσποι-οῦμαι:
    \прикидыватьсяся больным προσποιούμαι τόν ἄρρωστο· \прикидыватьсяся дурачком κάνω τόν κουτό.

    Русско-новогреческий словарь > прикидываться

  • 8 сказаться

    сказать||ся
    сов
    1. см. сказываться·
    2. (кем-л.) разг:
    \сказатьсяся больным κάνω τόν ἀρρωστο.

    Русско-новогреческий словарь > сказаться

  • 9 ухаживать

    ухажива||ть
    несов
    1. (заботиться, присматривать) περιποιοῦ-μαι, φροντίζω:
    \ухаживатьть за гостем περιποιοῦ-μαι τόν μουσαφίρη· \ухаживатьть за больным νοσηλεύω, περιποιοῦμαι τόν ἄρρωστο· \ухаживатьть за цвета́ми περιποιοῦμαι τά ἄνθη· \ухаживатьть за лошадью περιποιοῦμαι τό ἄλογο·
    2. (за женщиной) κορτάρω, κάνω κόρτε.

    Русско-новогреческий словарь > ухаживать

  • 10 уход

    уход I
    м ἡ εξοδος, ἡ ἀναχώρηση [-ις]/ ἡ παραίτηση (в отставку):
    до (после) \ухода πρίν ἀπό (μετά) τήν ἀναχώρηση· перед самым \уходом ἀκριβώς λίγο πρίν φύγει.
    уход II
    м (забота) ἡ περιποίηση [-ις]. ἡ φροντίδα [-ίς]:
    \уход за больным ἡ περιποίηση τοῦ ἀρρωστου· цветы требуют \ухода τά λουλούδια θέλουν περιποίηση.

    Русско-новогреческий словарь > уход

  • 11 ходить

    ходить
    несов
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:
    не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·
    2. (в чем-л.) φορώ:
    \ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    \ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·
    4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·
    6. (о часах) πηγαίνω:
    часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:
    \ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·
    7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:
    \ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·
    8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > ходить

  • 12 числиться

    числить||ся
    ἀριθμοὔμαι, (συμπεριλαμβάνομαι, εἶμαι ἐγγεγραμμένος (быть записанным) / θεωρούμαι σάν (в качестве кого-л.):
    \числитьсяся в списках περιλαμβάνομαι στους καταλόγους· \числитьсяся больным θεωροὔμαι ἀσθενής· эта книга \числитьсяся за ним αὐτό τό βιβλίο εἶναι χρεωμένο σ' αὐτόν.

    Русско-новогреческий словарь > числиться

  • 13 витать

    ρ.δ.
    1. (παλ.) διαμένω, ζω•

    витать в городе ζω στην πόλη•

    витать в облаках (μτφ.) ζω στα σύννεφα (ξεκομμένος απ’ τη ζωή, την πραγματικότητα).

    2. είμαι, βρίσκομαι-• περιφέρομαι, στριφογυρίζω• επικρέμαμαι•

    смерть -ет над больным ο θάνατος, (ο χάρος) περιμένει τον άρρωστο.

    εκφρ.
    витать между небом и землей – ζω στους αιθέρες (μακριά από την πραγματικότητα).

    Большой русско-греческий словарь > витать

  • 14 выглядеть

    -яжу, -ядишь, ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) διακρίνω, ξεχωρίζω, βλέπω•

    в толпе он -ел своего знакомого αυτός διέκρινε στο πλήθος έναν γνωστόν του.

    || παρατηρώ, βλέπω καλά, ρλα.
    2. -яжу, -ядишь
    ρ.δ.
    φαίνομαι, δείχνω•

    он -ит больным αυτός φαίνεται για άρρωστος•

    выглядеть молодым φαίνομαι νέος•

    дом -ит новым το σπίτι φαίνεται καινούριο.

    Большой русско-греческий словарь > выглядеть

  • 15 контакт

    α.
    1. επαφή, άγγιγμα•

    заразиться при -е с больным μολύνομαι με το άγγιγμα του αρρώστου.

    || μτφ.
    επικοινωνία, επαφή•

    вступить в контакт с кем-н. έρχομαι σε επαφή με κάποιον.

    2. ένωση μέρος επαφής•

    -двух проводов επαφή δύο καλωδίων•

    зачистка -ов проводов καθάρισμα των σημείων επαφής των καλωδίων.

    Большой русско-греческий словарь > контакт

  • 16 представить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. παρουσιάζω, εμφανίζω επιδείχνω προσάγω•

    представить свидетелей к допросу παρουσιάζω (φέρω) μάρτυρες για εξέταση (ανάκριση)•

    представить справку φέρω (προσκομίζω) βεβαίωση.

    2. συσταίνω, γνωρίζω
    3. απεικονίζω, αναπαρασταίνω. || παρασταίνω στη σκηνή.
    4. φαντάζομαι•

    -авь себе (για) φαντάσου•

    -авьте моё удивление φανταστήτε την έκπληξη μου (θαυμασμό μου).

    5. προύποθέτω•

    это -ит большие трудности αυτό θα παρουσιάσει μεγάλες δυσκολίες.

    1. παρουσιάζομαι•

    имею честь представить έχω την τιμή να παρουσι-στώ.

    2. φαίνομαι.
    3. αναφαίνομαι.
    4. φαντάζομαι, παρασταίνω με τη φαντασία.
    5. ονειρεύομαι, βλέπω στο όνειρο.
    6. προσποιούμαι•

    больным κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > представить

  • 17 прикинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω επί πλέον, συμπληρωματικά, ακόμα•

    прикинуть дров в печку ρίχνω κι άλλα ξύλα στη θερμάστρα.

    || ρίχνω επάνω (στο σώμα) ένδυμα. || προσθέτω, αυζαίνω.
    2. (για βάρος, μάκρος κ.τ.τ.) υπολογίζω, καθορίζω περίπου•

    прикинуть товар на руке υπολογίζω το βάρος του εμπορεύματος με το χέρι1 —на глаз υπολογίζω (εκτιμώ) με το μάτι•

    прикинуть в уме υπολογίζω με το νου.

    1. προσποιούμαι•

    прикинуть больным κάνω τον άρρωστο.

    2. (για ασθένεια)• παρουσιάζομαι ξαφνικά, απρόσμενα.

    Большой русско-греческий словарь > прикинуть

  • 18 притвориться

    -рюсь, -ришься
    ρ.σ.
    προσποιούμαι, παρασταίνω, κάνω πως είμαι• υποκρίνομαι• υποδύομαι•

    притвориться больным κάνω τον άρρωστο•

    притвориться глухим κάνω τον κουφό•

    притвориться мртвым κάνω τον πεθαμένο•

    притвориться незнающего κάνω τον ανήξερο.

    Большой русско-греческий словарь > притвориться

  • 19 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 20 сказать

    окажу, скажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. βλ. говорить.
    2. παλ. διηγούμαι.
    3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ (απόφαση, διαταγή).
    4. скажем ως παρνθ. λ. να πούμε, παραδείγματος χάρη.
    5. προστκ. скажи(те) πες, πέστε (για αγανάκτηση, θαυμασμό κ.τ.τ.). || скажешь! είπες (καισύ) ! (περ ιφρονητ ικά στον συνομιλητή).
    εκφρ.
    как сказать – (για) να πούμε• κατά κάποιον τρόπο•
    лучше, вернее, проще, точнее сказать – για να πω καλύτερα, σωστότερα, πιο απλά, ακριβέστερα•
    можно сказать – (παρνθ. λ.) μπορώ να πω•
    нечего сказать – δε μπορώ να πω τίποτε (να επικρίνω)•
    ничего не -жешь – είναι άψογο, συμφωνώ ότι είναι καλό, σωστό•
    -ите на милость ή пожалуйстаβλ. 5 σημ. чтобы не сказать... για να μην πω... (κάτι χειρότερο, βαρύτερο).
    1. βλ. говориться.
    2. εκδηλώνομαι, φαίνομαι, φανερώνομαι. || επιδρώ, επιρεάζω.
    3. λέγω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ.
    4. πάνω, προσποιούμαι•

    сказать больным κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > сказать

См. также в других словарях:

  • Лучше быть богатым, но здоровым, чем бедным, но больным — Первоисточник фраза русского поэта, известного в свое время юмориста и сатирика, автора многих афоризмов Дона Амииадо (псевдоним Аминада Петровича Шполянского, 1888 1957). Он впервые опубликовал эту фразу в газете «Шанхайская Заря» (12 ноября… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • Уход за больным —         комплекс мер, имеющих целью облегчить состояние больного и создать оптимальные условия для лечения. В больнице осуществляется средним медицинским персоналом. По принятой в СССР системе двухстепенного обслуживания лечебный процесс… …   Большая советская энциклопедия

  • ЛУЧШЕ БЫТЬ БОГАТЫМ И ЗДОРОВЫМ ЧЕМ БЕДНЫМ И БОЛЬНЫМ — ЛУЧШЕ БЫТЬ БОГАТЫМ И ЗДОРОВЫМ, ЧЕМ БЕДНЫМ И БОЛЬНЫМ (Lepsie byt bohaty a zdravy ako chudobny a chory), Словакия / Чехия, 1992, 108 мин. Драма. Ноябрь 1989 года пик Бархатной революции. Две молодые женщины словачка Нона и чешка Эстер… …   Энциклопедия кино

  • был больным — прил., кол во синонимов: 5 • болевший (62) • едва ноги волочивший (8) • едва н …   Словарь синонимов

  • сделавшийся больным — прил., кол во синонимов: 8 • заболевший (52) • занедуживший (17) • занедужившийся …   Словарь синонимов

  • ставший больным — прил., кол во синонимов: 17 • заболевший (52) • занедуживший (17) • занедужившийся …   Словарь синонимов

  • сделаться больным — прихворнуть, занедужить, занемочь, захворать, приболеть, заболеть, расклеиться, занедужиться Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • стать больным — приболеть, прихворнуть, занедужить, схватить, занемочь, занедужиться, разнемочься, заболеть, свалиться, расхвораться, разболеться, слечь, расклеиться, захворать Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • сказаться больным — См …   Словарь синонимов

  • притворившийся больным — прил., кол во синонимов: 1 • закосивший (13) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • становившийся больным — прил., кол во синонимов: 9 • заболевавший (9) • занемогавший (3) • захварывавший …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»